Τετάρτη 1 Μαΐου 2024

Cerinthe minor subsp auriculata, (Ten.) Domac


Κοινή ονομασία: Κερίνθη η μικρή, νερουλάκι, κερίνθη

Οικογένεια: Boraginaceae

Συνώνυμα: Cerinthe maculata L. - Cerinthe minor L.

Περιγραφή: Ετήσιο φυτό που φτάνει τα 30-40 εκατοστά ύψος. Τα κατώτερα φύλλα είναι επιμήκη, σπατουλοειδή, ωοειδή με λευκά στίγματα και τα ανώτερα ωοειδή λογχοειδή άμισχα, που αγκαλιάζουν περιμετρικά τον βλαστό. Η στεφάνη είναι σωληνοειδής, 15-20 χιλιοστά, κίτρινη, καφέ -πορφυρή στη βάση, σπάνια ολόκληρη. Τα βράκτια της ταξιανθίας έχουν γλαυκό πράσινο χρώμα. Ανθίζει τον Απρίλιο έως τον Ιούλιο. Ο καρπός είναι σχιζοκάρπιο που όταν ωριμάζει διαιρείται σε δυο αντί για τέσσερα μεριστοκάρπια όπως συνήθως στην Boraginaceae.

Βιότοπος: Φύεται σε πετρώδεις πλαγιές, ξέφωτα δασών, βραχώδη εδάφη και λιβάδια από τα 700 έως τα 2000μέτρα.


Εξάπλωση - Καταγωγή: Φυτό της μεσογείου από Μαρόκο έως Ιράν με εξάπλωση σχεδόν σε όλη την Ελλάδα.

Πληροφορίες: Καλλιεργείται ως μελισσοκομικό και καλλωπιστικό φυτό. Το όνομα του γένους Cerinthe προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις κερί + άνθος και σημαίνει κέρινο άνθος από τα χρώματα και το σχήμα των λουλουδιών του. Φωτογραφία από Πάρνηθα.

Vascular plants of Greece checklist

https://europlusmed.org/

Selvi, F., Cecchi, L., & Coppi, A. (2009). Phylogeny, karyotype evolution and taxonomy of Cerinthe L. (Boraginaceae). Taxon, 58, 1307-1325.

Cerinthe minor subsp. auriculata (Ten.) Domac in Bot. J. Linn. Soc. 65: 260. 1972
0

Aubrieta deltoidea, (L.) D.C.


Κοινή ονομασία
: Ωμπριέτα η δελτοειδής, Αουβριετία η διάμεσος

Οικογένεια: Brassicaceae

Συνώνυμα: Alyssum deltoideum L. 1763 - Aubrieta deltoidea (L.) DC. var. Deltoidea - Aubrieta integrifolia Fisch. & C. A. Mey. - Aubrieta graeca Griseb - Aubrieta intermedia Boiss.


Περιγραφή: Χλοάζων πόα με ξυλώδεις μίσχους μόνο στη βάση, γενικά μικρού μεγέθους. Βλαστοί κοντοί, 5-10 εκατοστά, επικλινείς προς ανιόντες. Φύλλα με κοντό μίσχο, κατ’ εναλλαγή, ωοειδή-λογχοειδή, σπατουλοειδή, και αραιά οδοντωτά στα πλάγια 4 x 10-12 χιλιοστά, χρώματος γκρίζου, καλυμμένα με
αστεροειδείς τρίχες. Άνθη ιώδη ή ρόδινα με κίτρινο φάρυγγα. Τα δύο από τα 4 σέπαλα φέρουν ένα μικρό εξόγκωμα. Οι σπόροι είναι ωοειδείς συμπιεσμένοι καφέ χρώματος. Ανθοφορία από Μάρτιο έως Ιούνιο.


Βιότοπος: Σε βραχώδεις ασβεστολιθικές πλαγιές, ασβεστολιθικοί βράχοι, σχισμές και Κορυφές, 300‒2400 μέτρα.

Εξάπλωση - Καταγωγή: Φυτό της μεσογείου με εξάπλωση σε όλη την Ελλάδα.

Πληροφορίες: Καλλιεργείται ως καλλωπιστικό. Το όνομα γένους, τιμά τον Γάλλο καλλιτέχνη του 17ου αιώνα, Claude Aubriet, ο οποίος είχε τη θέση του Βασιλικού Βοτανικού Ζωγράφου στον Γαλλικό Βασιλικό Κήπο και ήταν συνοδός του Tournefort στο ταξίδι του στην Ανατολή.

Vascular plants of Greece checklist

0

Δευτέρα 29 Απριλίου 2024

Geranium margaritae, Kit Tan, Vold & Kofinas, sp. nov.

Κοινή ονομασία:

Οικογένεια: Geraniaceae

Συνώνυμα:




Περιγραφή: Πολυετής πόα με έντονο, κατακόρυφο, βραχύ διακλαδισμένο ρίζωμα. Βλαστοί κοντοί, 5-10 εκατοστά, επικλινείς προς ανιόντες. Τα φύλλα της βάσης με μακρύ μίσχο, που εκφύονται από τις βασικές ροζέτες, τριχωτά και στις δύο επιφάνειες, πλάτος 1,5‒3 εκατοστά. Χρώμα πράσινο έως γκριζοπράσινο πάνω. Πέταλα 5, πλατιά ωοειδή, ελαφρώς περιθωριοποιημένα, λευκά έως απαλό ροζ με πιο σκούρες φλέβες με πολύ κοντό ή δυσδιάκριτο νύχι, μήκους 10-15 χιλιοστά. Οι στήμονες σε δύο κύκλους των 5, όλοι γόνιμοι με λευκά νημάτια. Στύλος με 5 στίγματα, ελεύθερα, γραμμικά νηματοειδή. Ο καρπός μεριστοκάρπιο με ράμφος 3-4 εκατοστά, καμπυλωτό κατά την απομάκρυνση. Ο σπόρος επιμήκης ελλειπτικός, καφέ χρώματος. Ανθοφορία από Απρίλιο έως Ιούνιο.


Βιότοπος: Σε βραχώδεις ασβεστολιθικές πλαγιές και ξέφωτα Δασών, Κορφές, 1300‒1400 μέτρα.

Εξάπλωση - Καταγωγή: Σπάνιο και Ενδημικό σε βουνά της Στερεάς Ελλάδας.

Πληροφορίες: PHYTOLOGIA BALCANICA, 29(2): 259-310, Sofia, 2023.

New floristic records in the Balkans: 51*

Compiled by Vladimir Vladimirov, Mehmet Aybeke & Kit Tan

Geranium margaritae Kit Tan & al. in Phytol. Balcan. 29: 291. 2023

Vascular plants of Greece checklist

0

Πέμπτη 3 Ιουνίου 2021

Convolvulus boissieri, Steud. subsp. parnassicus, (Boiss. & Orph.) Kuzmanov 1982


 Κοινή ονομασία: Κομβόλβουλος ο πυκνανθής, Περικοκλάδα, χωνάκι.

Οικογένεια: Convolvulaceae




0

Κυριακή 9 Μαΐου 2021

Papaver somniferum, L.

 

Κοινή ονομασία: Μήκων η υπνοφόρος, Παπαρούνα, Ύπνος, Αφιόνι, White Poppy, dormideira-brava, amapolona, almidera

Οικογένεια: Papaveraceae

Συνώνυμα: Papaver album Mill. - Papaver hortense Hussenotnomilleg. - Papaver officinale C. C. Gmel. - Papaver somniferum subsp. hortense Arcang. - Papaver somniferum subsp. nigrum (DC.) Thell. - Papaver somniferum subsp. nigrum Schübl. GMartens


Περιγραφή: Είναι ετήσιο ή διετές ποώδες φυτό με ύψους 60 ± 150 εκατοστά. Οι βλαστοί είναι όρθιοι, λαμπεροί, μερικές φορές με λίγες τρίχες σπάνια διακλαδιζόμενοι. Τα φύλλα είναι μεγάλα όρθια, ωοειδή έως επιμήκη, οδοντωτά στη βάση, με βαθιές εγκολπώσεις τα κατώτερα. Άνθη σε μακριούς μίσχους, μεγάλα, μονήρη με 4, 8, πέταλα εύπτωτα, λευκά έως μοβ, γαλάζια ή κόκκινα, μήκους 5 7 εκατοστά. Σέπαλα δύο, γυαλιστερά, με μπουμπούκια που κρέμονται. Υπάρχουν πολυάριθμοι στήμονες με λευκά νήματα και σκούρους ανθήρες. Η ωοθήκη επιφυής, πολυκαρπική, χωρίς στύλο και καλύπτεται από έναν στιγματικό δίσκο χωρισμένο σε 8 ÷ 12 λοβούς. Ανθίζει σχεδόν όλο το χρόνο σε τροπικές περιοχές, ενώ αλλού την άνοιξη και το καλοκαίρι. Ο καρπός είναι κάψα, ωοειδής έως σφαιρική, υαλώδης, μήκους 4, 6 εκατοστά, και διαμέτρου 3,5, 4 εκατοστά.

Βιότοπος: Καλλιεργείται στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, τη Μικρά Ασία και τη Νοτιοανατολική Ασία, σε όλο τον κόσμο σε διαφορετικές ποικιλίες τόσο ως διακοσμητικό όσο και ως έλαιο. Προτιμά εδάφη πλούσια σε ασβέστιο, που βρίσκονται σε ηλιόλουστες περιοχές. 0 ÷ 1.500 m dl, έως 1300 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.

Εξάπλωση – Καταγωγή: Φυτό της παραμεσόγειας ζώνης αλλά με επεκτάσεις στα βόρεια και ανατολικά (Ζώνη της αμπέλου, Χάρτης από The Euro+Med PlantBase), Σήμερα σχεδόν όλες τις περιοχές του κόσμου.

Πληροφορίες: Το φυτό καλλιεργείται εμπορικά σε πολλά μέρη του κόσμου, κυρίως στην Ινδία, το Αφγανιστάν, την Κίνα, την Αίγυπτο, το ασιατικό τμήμα της Τουρκίας, το Ιράν, τη νοτιοανατολική Ευρώπη, το Νεπάλ και το Μιανμάρ. Η παπαρούνα και το όπιο έχουν χρησιμοποιηθεί από αμνημονεύτων χρόνων. Το γαλακτώδες εξίδρωμα ή το λατέξ ονομάστηκε opion από τους αρχαίους Έλληνες, προερχόμενο από την λέξη οπός που σημαίνει χυμός, που αργότερα έγινε όπιον το σύγχρονο όνομά του. Το όπιο είναι το αποξηραμένο λατέξ και η δρόγη της παπαρούνας είναι το αποξηραμένο φυτό εκτός από τους σπόρους. Τα εκχυλίσματα της παπαρούνας χρησιμοποιήθηκαν για να εξουδετερώσουν τον πόνο της χειρουργικής επέμβασης κατά τα αρχαία χρόνια, και συνδυάστηκαν επίσης με άλλα φυτικά εκχυλίσματα με ηρεμιστικές ιδιότητες, ως μια πρωτόγονη μορφή αναισθησίας. Τα περισσότερα από αυτά τα ηρεμιστικά φυτά ανήκουν στη βοτανική οικογένεια, Solanaceae. Οι Ρωμαίοι γνώριζαν επίσης ότι η αναισθητική δύναμη των φυτών Solanaceae αυξήθηκε όταν συνδυάστηκαν με εκχυλίσματα από την παπαρούνα. Τον 16ο και 17ο αιώνα στην Ευρώπη, τα παρασκευάσματα οπίου διατέθηκαν στην αγορά ως σκόνη από τους Laudanum και Dover και χρησιμοποιήθηκαν ευρέως για την ανακούφιση του πόνου.

Unani γιατροί χρησιμοποιούν το όπιο για τη θεραπεία μέτριου έως σοβαρού πόνου πλευρίτιδας, ισχιαλγίας και αρθρίτιδας, χρόνιου κρυολογήματος, βήχα λόγω ερεθισμού των νεύρων, οφθαλμίτιδας και χρόνιας δυσεντερίας. Είναι επίσης χρήσιμο στην πρόωρη εκσπερμάτωση, αιματηρή και διώδη μηνιγγίτιδα, μελαγχολία και σχιζοφρένεια. Η κάψα και οι σπόροι περιέχουν ένα μεγάλο ποσοστό σταθερού ελαίου, ανοιχτόχρυσου χρώματος, ευχάριστης οσμής, στεγνώνει εύκολα και χρησιμοποιήθηκε ως τροφή ή καύση σε λαμπτήρες. Πριν από περισσότερα από 200 χρόνια, μεταξύ 1803 και 1805, η φαρμακολογικά δραστική καθαρή ένωση, η μορφίνη, απομονώθηκε από τον Γερμανό φαρμακοποιό, Friedrich Sertürner, από λοβό καρπού παπαρούνας και πιστεύεται ότι είναι η πρώτη απομόνωση ενός δραστικού συστατικού από φυτική πηγή.

Για τις φαρμακευτικές της ιδιότητες, η παπαρούνα χρησιμοποιείται από την προϊστορική εποχή στην Ελλάδα ως φάρμακο ηρεμιστικό, υπνωτικό, καταπραϋντικό. Δραστικές Ουσίες: Μορφίνη, ναρκωτίνη, κωδεϊνη, παπαβερίνη, θηβαΐνη, ναρκεΐνη (αλκαλοειδή του οπίου, δηλαδή του γαλακτώδους πηχτού χυμού, που παράγεται όταν χαράζονται οι κάψες του φυτού και ξηραίνεται στον αέρα), ρητίνη, λίπη, κηρός, λεύκωμα.

Akbar S. (2020) Papaver somniferum L. (Papaveraceae). In: Handbook of 200 Medicinal Plants. Springer, Cham. https://doi.org/10.1007/978-3-030-16807-0_142





0

Δευτέρα 3 Μαΐου 2021

Iberis carnosa, Willd.


Κοινή ονομασία: Ιβερίς η πετραία, Ιβερίς η Σπρουνέρειος, Ιβερίς η Τενορεάνειος, Pruiti's Candytuft

Οικογένεια: Brassicaceae

Συνώνυμα: Iberis attica Jord. - Iberis pruitii Tineo - Iberis petraea Jord. - Iberis carnosa Waldst. & Kit. - Iberis spruneri Jord. - Iberis tenoreana DC. - Iberis thracica Stef - Iberis badalii Pau.


Περιγραφή: Πολυετές ποώδες φυτό, με τοξωτά ή ανερχόμενα στελέχη ύψος περίπου 15 – 30 εκατοστά. Φύλλα αντιλογχοειδή, στενώς σπατουλοειδή ή υποκυκλικά, αντίθετα, τα άνωτερα μικρότερα, με τρίχες και περιθώριο που κυμαίνεται από λοβωτό έως οδοντωτό. Τα άνθη είναι ζυγόμορφα σχηματίζουν ταξιανθία κόρυμβου χωρίς βράκτια, η οποία μπορεί να επιμηκυνθεί κατά την ανθοφορία. Πέταλα λευκά, ρόδινα, πορφυρά, άνισα, τα 2 εξωτερικά της ταξιανθίας μεγαλύτερα των εσωτερικών. Κάλυκας με 4 σέπαλα. Το ανδρείο είναι τετραδύναμο, αποτελείται από τέσσερις μακρούς στήμονες και δύο μικρότερους. Ωοθήκη δίχωρη, με μια σπερματοβλάστη σε κάθε χώρο και ύπερος που καταλήγει σε ένα στίγμα. Ανθίζει ανάλογα με το υψόμετρο από Μάιο μέχρι Αύγουστο Ο καρπός είναι κεράτιο, συμπιεσμένο πλευρικά, 5 - 6 x 4,5 χιλιοστά με κοιλότητα βραχέως οξεία.

Βιότοπος: Βραχώδεις θέσεις, σάρες, στην ορεινή ζώνη, πρανή δρόμων έως τα 1700 μέτρα.

Εξάπλωση - Καταγωγή: Νότια Ευρώπη, Τουρκία, Μαρόκο.





Πληροφορίες

0

Παρασκευή 16 Απριλίου 2021

Bornmuellera emarginata, (Boiss.) Rešetnik

 

Κοινή ονομασία: Βορμουελέρα η Περιθωριακή, Λεπτόπλαξ


Οικογένεια: Brassicaceae


Συνώνυμα: Alyssum emarginatum (Boiss.) Rouy nom. illeg. (Art. 53), non Zahl ex Vis., nom. illeg. - Koniga emarginata (Boiss.) Nyman - Leptoplax emarginata (Boiss.) O. E. Schulz - Peltaria emarginata (Boiss.) Hausskn. Heterotypic synonyms: Ptilotrichum emarginatum Boiss.



Περιγραφή: Πολυετής πόα που μπορεί να ξεπεράσει το ένα μέτρο σε ύψος. Το πρώτο χρόνο σχηματίζει  ρόδακα και τον δεύτερο ανθοφόρα στελέχη. Τα φύλλα είναι σκούρα πράσινα, σπατουλοειδή - αντωοειδή, δερματώδη, με ελαφρά οδοντωτή περίμετρο.  Τα άνθη είναι λευκά και σχηματίζουν ταξιανθία βότρυ. Τα πέταλα είναι 4 και εμφανίζονται ζευγαρωτά. Ανθίζει από το Απρίλιο μέχρι τις αρχές του Ιουλίου. Ο καρπός είναι κεράς με 2 σπόρους.


Βιότοπος: Απαντάται πάνω σε σερπεντινικά πετρώματα, σε βράχια, θαμνότοπους, ξέφωτα δασών, λιβάδια και άκρες δρόμων, Θέσεις με ανθρωπογενή επιβάρυνση, σε μεγάλα υψόμετρα από 300 έως 2100 μέτρα.


Εξάπλωση - Καταγωγή: Σπάνιο και Ενδημικό της Πίνδου, Ανατολικής Κεντρικής Ελλάδας και Στερεάς Ελλάδας.


Πληροφορίες: Το ότι φύεται σε σερπεντικά υποστρώματα προσδιορίζει τις υψηλές συγκεντρώσεις βαρέων μετάλλων, όπως νικελίου, που συσσωρεύονται στους ιστούς του.





0

Stachys major, (L.) Bartolucci & Peruzzi

 

Κοινή ονομασία: Πράσιο το μέγα, λαγουδόχορτο, λαγουδοπαξίμαδο, Prasio, White hedge-nettle

Οικογένεια: Lamiaceae

Συνώνυμα: Prasium majus L. - Prasium creticum Nyman - Prasium liparitanum Lojac. - Prasium minus L.



Περιγραφή: Πολυετές φρύγανο ή θάμνος με λείους, ξυλώδεις βλαστούς το οποίο φτάνει ακόμη και το 1 μέτρο ύψος. Το κάτω τμήμα του βλαστού είναι με γκρι-κιτρινωπό φλοιό και όρθια ή ανερχόμενη ανάπτυξη, ενώ το άνω λείο ή σχεδόν τριχωτό, πιο εύθραυστο, κόκκινου χρώματος. Τα φύλλα είναι αντίθετα καρδιοειδή, χλοοπράσινα, με έντονη νεύρωση, λεία στο κάτω μέρος και με τρίχες στο άνω, οδοντωτά, με μικρό μίσχο 1-2 εκατοστά. Τα άνθη είναι λευκά με ιώδη στίγματα και εμφανίζονται σε ζεύγη. Το άνω χείλος είναι θολωτό ενώ το κάτω τρίλοβο. Ανθίζει από τον Απρίλιο έως τον Ιούνιο. Ο καρπός σχιζοκάρπιο που σχηματίζεται από 4 σαρκώδη σφαιρικά μερικάρπια πράσινα στην αρχή που αργότερα γίνονται μαύρα.

Βιότοπος: Αναπτύσσεται σε ηλιόλουστες και ημισκιερές θέσεις, ακόμα και σε ξηρά, παραθαλάσσια και φτωχά εδάφη Θαμνότοπους, βραχώδη πλαγιές, ξέφωτα δασών, ακαλλιέργητοι αγροί και παρυφές καλλιεργούμενων αγρών, ελαιώνες, πρανή δρόμων, έως 700 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.

Εξάπλωση – Καταγωγή: Φυτό της παραμεσόγειας ζώνης (Ζώνη της ελιάς, Χάρτης από The Euro+Med PlantBase).

Πληροφορίες: Το γένος Prasium περιελάμβανε μόνο αυτό το είδος, που πρόσφατα συμπεριλήφθηκε στο γένος Stachys. Οι λαγοί βρίσκουν καταφύγιο κάτω από τα κλαδιά του και αγαπάνε πολύ τα τρυφερά του φύλλα, γι’ αυτό και ο ελληνικός λαός έδωσε στο φυτό το όνομα «λαγουδόχορτο». Είναι από τα πιο δημοφιλή λαχανευόμενα φυτά, μια και οι νεαροί βλαστοί του χρησιμοποιούνται στην μαγειρική.


0

Rhamnus alaternus, L.



Κοινή ονομασία: Ράμνος ο αλάτερνος, Χρυσόξυλον, Φιλύκα, Λευκάγκαθο, Κιτρινόξυλο, Ελαίτρινος, Αμπαλόρος, Λατσιχερά, Λατσιχερά, Καψουλιά, Καζουλόρραχος, Γρυνόξυλο, Γρουσόξυλον,  Alaterne, Mediterranean Buckthorn.

Οικογένεια: Rhamnaceae

Συνώνυμα: Rhamnus alaternus L. subsp. Alaternus - Rhamnus myrtifolia Willk. -Rhamnus clusii Willd.



Περιγραφή: Είναι σφαιρικός, αειθαλής θάμνος με ύψος 3- 5 μέτρα και διάμετρο 1,5 -2 μέτρα. Οι νεαροί βλαστοί έχουν κόκκινο χρώμα. Τα φύλλα είναι γυαλιστερά, πράσινα, δερματώδη, ελλειπτικά ή ωοειδή με οδοντωτά χείλη, αντίθετα 2-5 εκατοστά. Τα άνθη έχουν πρασινοκίτρινο χρώμα και εκφύονται σε ταξιανθίες βότρυ στις μασχάλες νεαρών βλαστών. Τα αρσενικά με 4 στήμονες και ένα υποανάπτυκτο ύπερο, τα δε θηλυκά με μία πολύχωρη ωοθήκη, όρθια σέπαλα και ψηλό στύλο που καταλήγει σε τετραμερές στίγμα. Ανθίζει από τον Φεβρουάριο έως τον Απρίλιο. Ο καρπός είναι ράγα κόκκινος που αργότερα γίνεται μαύρος με 2 έως 4 σπόρους.

Βιότοπος: Αναπτύσσεται σε ηλιόλουστες και ημισκιερές θέσεις, ακόμα και σε ξηρά, παραθαλάσσια και φτωχά εδάφη Θαμνότοπους, βραχώδη πλαγιές, ξέφωτα δασών, ακαλλιέργητοι αγροί και παρυφές καλλιεργούμενων αγρών, ελαιώνες, πρανή δρόμων, έως 700 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.



Εξάπλωση – Καταγωγή: Φυτό της παραμεσόγειας ζώνης (Χάρτης από The Euro+Med PlantBase).

Πληροφορίες: Το Rhamnus alaternus L. μοιάζει πολύ με το Phillyrea latifoglia L., με το οποίο μοιράζεται εν μέρει το βιότοπο. Οι κύριες διαφορές είναι ότι Το Phillyrea latifoglia L. έχει πάντα αντίθετα φύλλα, πάντα τετράμετρα άνθη με πέταλα και ξύλο που εάν χαράσσεται δεν εκπέμπει δυσάρεστη οσμή. Είναι καλό μελισσοκομικό φυτό που δίνει άφθονη γύρη αλλά και νέκταρ σε μια δύσκολη εποχή. Καλλωπιστικό φυτό.


0

Τετάρτη 14 Απριλίου 2021

Marchantia polymorpha, L.


Κοινή ονομασία: Ηπατικό βρύο

Οικογένεια: Marchantiaceae

Συνώνυμα: 

Περιγραφή: Τα σκούρα πράσινα γαμετόφυτα (σεξουαλικά φυτά) διακλαδίζονται και μοιάζουν με κορδέλες, πλάτους περίπου 1,3 cm και μήκους 5 έως 13 cm. Οι λευκοί ποροι στο πάνω μέρος του θαλλού είναι σημάδια εσωτερικών θαλάμων αέρα, με έναν κεντρικό πόρο μέσω του οποίου διαχέεται ο αέρας. Στη Marchantia τα ανθηρίδια και τα αρχεγόνια σχηματίζονται σε διαφορετικούς θαλλούς, στο αρσενικό και θηλυκό γαμετόφυτο. Οι αναπαραγωγικές δομές μοιάζουν με ομπρέλα. Τα γαμετάγγεια σχηματίζουν έμμισες, ασπιδοειδείς δομές τους ανθηριδιοφόρους με ανθηρίδια (αρσενικά) και τους αρχεγονιοφόρους με αρχεγόνια (θηλυκά). Οι αρσενικές δομές έχουν σχήμα δίσκου με σκαλισμένες άκρες ενώ οι γυναικείες δομές έχουν εννέα προβολές σαν δάχτυλα. Τα σπόρια διασπείρονται μέσα σε σταγόνες βροχής, για να συναντήσουν το θηλυκό γαμετόφυτο. Το σποριόφυτο παράγει και διασπείρει τεράστιο αριθμό σπορίων. Η αγενής αναπαραγωγή συμβαίνει τόσο στα αρσενικά όσο και στα θηλυκά βρύα μέσω κατασκευών σαν χοάνες (Gemma Cup, σωράλια) ή από κομμάτια του φυτικού σώματος που μπορεί να αποσπαστούν και να αναπτυχθούν.

Βιότοπος: 

Εξάπλωση – Καταγωγή: Απαντάται συνήθως σε υγρό άργιλο ή αργιλώδη εδάφη, ειδικά σε πρόσφατα καμένες εκτάσεις σε όλο το Βόρειο Ημισφαίριο. Το Marchantia polymorpha , ένα πολύ γνωστό είδος, συχνά συζητείται ως αντιπροσωπευτικό ηπατικό βρύο σε εγχειρίδια βιολογίας.

Πληροφορίες: Το Marchantia polymorpha αποτελεί αντικείμενο εντατικής μελέτης για σχεδόν 200 χρόνια Λόγω του εύκολου χειρισμού του στο εργαστήριο και του κύκλου ζωής του με απλοειδή φάση, χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο ως πρότυπο οργανισμός για φυσιολογικές, μεταβολικές και γενετικές μελέτες καθώς και για εξελικτική έρευνα.

0

Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2020

Pinus heldreichii, H. Christ

Κοινή ονομασία: Ρόμπολο, Πεύκη του Χελδράιχ, Λευκόδερμη πεύκη, Βοσνιακό πεύκο, Bosnian pine, whitebark pine, Heldreich pine

Οικογένεια: Pinaceae

Συνώνυμα: Pinus leucodermis Antoine - Pinus heldreichii subsp. leucodermis (Antoine) E. Murray - Pinus heldreichii var. leucodermis (Antoine) Fitschen - Pinus heldreichii var. pancicii Fukarek

Περιγραφή: Δέντρο ύψους μέχρι 30 μέτρα, ενίοτε θαμνόμορφο σε μεγάλα υψόμετρα. Η κόμη του είναι ωοειδής-κωνική, με κλαδιά σε νεαρή ηλικία ανορθούμενα. Ο φλοιός του είναι γκριζόλευκος, ο οποίος σε μεγάλης ηλικίας δέντρα σχίζεται και σχηματίζει μικρά ρομβοειδή ή πολυγωνικά λέπια. Η διάμετρος του κορμού ξεπερνάει τα 2 μέτρα.  Οι κλαδίσκοι είναι γκρίζοι, γυμνοί και ανάγλυφα φολιδωτοί, λόγω της παρουσίας προσκεφάλαιων μετά την πτώση των βελονών. Οι οφθαλμοί είναι ωοειδείς, με απότομα οξυμένη λευκή κορυφή, χωρίς ρητίνη. Οι βελόνες φύονται σε ζεύγη μήκους 6-10 cm, είναι σκουροπράσινες, κυρτές και δύσκαμπτες. Σχηματίζουν φούντες που περιβάλλουν τους κλαδίσκους. Οι αρσενικοί κωνίσκοι είναι ωοειδείς και κίτρινοι, ενώ οι θηλυκοί ερυθροϊώδεις. Η άνθηση γίνεται κατά τον Απρίλιο-Μάιο. Οι κώνοι, μήκους 6-8 cm, είναι ωοειδείς, απόδισκοι ή σχεδόν απόδισκοι. Τα καρπόφυλλα είναι δερματώδη, έχουν απόφυση με πτυχώσεις και ομφαλό που καταλήγει σε μικρό οξύ αγκάθι. Η ωρίμανση γίνεται κατά τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του δεύτερου έτους από την επικονίαση. Τα σπέρματα έχουν πτερύγιο μήκους 2,5 cm.

Βιότοπος: Είναι το πλέον ψυχρόβιο από τα αυτοφυή είδη πεύκης. Αναπτύσσεται σε αβαθή πετρώδη εδάφη σε ασβεστολιθικά ή υπερβασικά πετρώματα και σπανιότερα σε γρανίτες. Συχνά, σε χαμηλότερα υψόμετρα απαντάται σε μικτά δάση με τη μαύρη πεύκη, ενώ σε μεγάλα υψόμετρα σχηματίζει αμιγές δάσος. Σε υψόμετρο από 1.300 έως 2.600 m.

Εξάπλωση - Καταγωγή: Η P. heldreichii εμφανίζεται σποραδικά σε όρη της Βαλκανικής χερσονήσου και στη νότια Ιταλία (Καλαβρία). Η σημερινή της εξάπλωση θεωρείται υπολειμματική, σε σχέση με ευρύτερη της προπαγετωνικής περιόδου. Είναι είδος βραδυαυξές, προσαρμοσμένο στις συνθήκες της υπαλπικής ζώνης των υψηλών βουνών της Βαλκανικής. Υπάρχουν διάσπαρτοι μικροί πληθυσμοί P. heldreichii που επιβιώνουν σε βραχώδεις ασβεστολιθικές πλαγιές σε υψόμετρα 2.200-2.650 m. Στην Ελλάδα εμφανίζεται στη Β. Πίνδο, το Βούρινο, το Βέρμιο, τον Όρβηλο και τον Όλυμπο.

Πληροφορίες:  Το Pinus heldreichii, είναι το δένδρο που απαντάται στο μεγαλύτερο υψόμετρο από οποιοδήποτε άλλο στα όρη της Β. Ελλάδας. Πρόκειται για ένα από τα πιο ψυχρόβια είδη, λιτοδίαιτο και φωτόφιλο, το οποίο σχηματίζει χαμηλότερα μεικτές συστάδες και σε μεγάλο υψόμετρο αμιγείς, πάνω σε ασβεστόλιθους, σερπεντίνη ή γρανίτη. Η υψομετρική του κατανομή ξεκινάει από τα 1.300 m και φτάνει στα 2.300 m, ενώ στον Όλυμπο σε υψόμετρο 2.600 m σχηματίζει, σε νανώδη μορφή, τα υψηλότερα δεντροόρια της Βαλκανικής (Strid, 1980, Ντάφης, 1989, Boratynski et al., 1992).


Κοράκης Γ. 2015. Δασική Βοτανική – Αυτοφυή Δέντρα και Θάμνοι της Ελλάδας. Ελληνικά Ακαδημαϊκά Ηλεκτρονικά Συγγράμματα και Βοηθήματα 620 σελίδες

0

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

Buxus sempervirens, L.

Κοινή ονομασία: Πύξος ο αειθαλής, Πυξός, Πυξάρι, Τσιμισήρι, Τσιμσίρι, buxo, boxe, boix, Boxwood.

Οικογένεια: Buxaceae

Συνώνυμα: Buxus myrtifolia Lam.

Περιγραφή: Αειθαλής θάμνος, αργής ανάπτυξης, με κόμη ελλειψοειδούς μέχρι σφαιρικής μορφής, πολύ πυκνής βλάστησης, φτάνει σε ύψος τα 2-3 m και ίδιας περίπου διαμέτρου. Τα φύλλα του είναι απλά, μικρά, ακέραια, αντίθετα, σκληρά, δερματώδη, γυαλιστερά, σκουροπράσινα στην πάνω επιφάνεια, ανοιχτότερου πράσινου χρωματισμού στην κάτω, σε πολύ πυκνή διάταξη πάνω στο βλαστό. Τα άνθη είναι μονογενή, ασήμαντα, πολύ μικρά, πράσινα κιτρινωπά, σε μικρές μασχαλιαίες ταξιανθίες. Κάθε θύσανος έχει ένα επάκριο θηλυκό με 5 έως 6 πέταλα και τα υπόλοιπα με 4 πέταλα αρσενικά και εμφανίζονται τον Απρίλιο. Ο καρπός είναι καστανόχρωμη κάψα.

Βιότοπος: Απαντάται σε ηλιόλουστες και σε ημισκιερές τοποθεσίες, σε δάση κυρίως δρυός μαζί με σχίνους, ακόμη και σε φτωχά μετρίως υγρά, καλά στραγγιζόμενα εδάφη, πλούσια σε ασβέστιο, σερπετινικά και σε υψόμετρο μέχρι 1600 μέτρα. Είναι ανθεκτικό σε χαμηλές θερμοκρασίες.

Εξάπλωση - Καταγωγή: Στην δυτική και νότια Ευρώπη, ΒΔ Αφρική και ΝΔ Ασία.



Πληροφορίες: Στο γένος Buxus ανήκουν περισσότερα από 70 αειθαλή είδη, κυρίως θάμνων και λίγων μικρών δένδρων, αργής ανάπτυξης, ιθαγενών σε πολλά μέρη της υφηλίου. Τα είδη κατατάσσονται σε τρεις ομάδες, στην πρώτη ανήκουν τα ιθαγενή γένη της Ευρασίας, στη δεύτερη αυτά της Αφρικής και της Μαδαγασκάρης και στη τρίτη τα Αμερικανικά.  Από όλα τα είδη μόνο το Buxus sempervirens χρησιμοποιείται σαν καλλωπιστικό φυτό. Έχουν μάλιστα δημιουργηθεί περισσότερες από 200 ποικιλίες αυτού του είδους, που είναι αυτοφυές στη χώρα μας.

Οι κυριότερες ποικιλίες είναι:

Buxus sempervirens ‘Rotundifolia’. Ποικιλία σχετικά γρήγορης ανάπτυξης, από το τυπικό είδος, έχει φύλλα σχεδόν στρογγυλά. Είναι η συχνότερα χρησιμοποιούμενη ποικιλία.

Buxus sempervirens ‘Myrtifolia’. Νάνα ποικιλία με ύψος που φτάνει το 0,7 έως 1 m και φύλλα πάρα πολύ μικρά (6-20 mm).

Buxus sempervirens ‘Suffruticosa’ syn. Buxus pulina. Ποικιλία με νάνα ανάπτυξη και με πολύ μικρά φύλλα, και κόμη σφαιρικής μορφής, ιδανικό για πολύ χαμηλές μπορντούρες. Πολύ βραδείας ανάπτυξης, μόλις 2 cm το χρόνο, μπορεί να διατηρηθεί σε ύψος μέχρι 15 cm.

Είναι πρώτη πηγή γύρης για τις μέλισσες και δίνει κίτρινη γύρη και πορτοκαλί μέλι.

Όλα τα μέρη του φυτού είναι δηλητηριώδη, ιδιαίτερα τα φύλλα και ο φλοιός.

0



Οι φωτογραφίες είναι ιδιοκτησία των συντακτών του phytologio.blogspot.com. Μπορείτε να εκτυπώσετε φωτογραφίες για προσωπική χρήση, υπό την προϋπόθεση ότι το λογότυπο δεν θα απομακρύνεται. Σε εργασίες και παρουσιάσεις θα γίνεται αναφορά στην ιστοσελίδα μας. Εάν σας ενδιαφέρει να χρησιμοποιήσετε καποια φωτογραφία σε μια δημοσίευση, παρακαλούμε επικοινωνήστε μαζί μας.

Από το Blogger.

Ετικέτες

Φυτά ( 250 ) Φαρμακευτικά ( 134 ) Κηποτεχνία ( 99 ) Μελισσοκομικά ( 59 ) Θάμνοι ( 44 ) Ζιζάνια ( 40 ) Εδώδιμα ( 32 ) Asteraceae ( 26 ) Αρωματικά ( 26 ) Lamiaceae ( 25 ) Βιοφυτοφάρμακα ( 24 ) Τοπία ( 22 ) Χασμόφυτα ( 22 ) Μανιτάρια ( 17 ) Brassicaceae ( 16 ) Υδρόβια ( 15 ) Ενδημικά ( 14 ) Boraginaceae ( 13 ) Ορχιδέες ( 12 ) Fabaceae ( 10 ) Ranunculaceae ( 8 ) Rosaceae ( 8 ) Δένδρα ( 8 ) Euphorbiaceae ( 7 ) Apiaceae ( 6 ) Campanulaceae ( 6 ) Hypericaceae ( 6 ) Papaveraceae ( 6 ) Plantaginaceae ( 6 ) Παράσιτα ( 6 ) Amaryllidaceae ( 5 ) Caryophyllaceae ( 5 ) Iridaceae ( 5 ) Scrophulariaceae ( 5 ) Anacardiaceae ( 4 ) Caprifoliaceae ( 4 ) Liliaceae ( 4 ) Orobanchaceae ( 4 ) Asphodelaceae ( 3 ) Geraniaceae ( 3 ) Malvaceae ( 3 ) Urticaceae ( 3 ) Αλλόχθονα ( 3 ) Αρθρογραφία ( 3 ) Amanitaceae ( 2 ) Araceae ( 2 ) Asparagaceae ( 2 ) Crassulaceae ( 2 ) Cyperaceae ( 2 ) Ericaceae ( 2 ) Gentianaceae ( 2 ) Oleaceae ( 2 ) Oxalidaceae ( 2 ) Paeoniaceae ( 2 ) Plumbaginaceae ( 2 ) Polygonaceae ( 2 ) Rubiaceae ( 2 ) Sapindaceae ( 2 ) Thymelaeaceae ( 2 ) Υπερσυσσωρευτές ( 2 ) Acanthaceae ( 1 ) Adoxaceae ( 1 ) Aristolochiaceae ( 1 ) Bankeraceae ( 1 ) Boletaceae ( 1 ) Buxaceae ( 1 ) Cactaceae ( 1 ) Capparaceae ( 1 ) Cistaceae ( 1 ) Colchicaceae ( 1 ) Convolvulaceae ( 1 ) Cornaceae ( 1 ) Cucurbitaceae ( 1 ) Fistulinaceae ( 1 ) Ganodermataceae ( 1 ) Gesneriaceae ( 1 ) Hericiaceae ( 1 ) Hydrophyllaceae ( 1 ) Lentibulariaceae ( 1 ) Linaceae ( 1 ) Lobariaceae ( 1 ) Morchellaceae ( 1 ) Morinaceae ( 1 ) Onagraceae ( 1 ) Phallaceae ( 1 ) Pinaceae ( 1 ) Poaceae ( 1 ) Primulaceae ( 1 ) Rafflesiaceae ( 1 ) Resedaceae ( 1 ) Rhamnaceae ( 1 ) Smilacaceae ( 1 ) Tamaricaceae ( 1 ) Typhaceae ( 1 ) Verbenaceae ( 1 ) Violaceae ( 1 ) Viscaceae ( 1 ) Βρύα ( 1 ) Κτηνοτροφικά. ( 1 ) Λειχήνες ( 1 ) Πτεριδόφυτα ( 1 ) Σαρκοφάγα ( 1 )

Αναγνώστες

Popular Posts

Translate

Αρχειοθήκη ιστολογίου

Συνολικές προβολές σελίδας